πολύπτυχα

πολύπτυχα
πολύπτυχος
of
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • POLYPTICA seu POLYPTICHA — melius Polyptycha, libri multorum foliorum, Graece πολύπτυχα. Cum enim chartae et chartacei libri olim in unum volumen conrotularentur; libri contra ex membrana, ex ultiplicibus tabellis et foliis censtruebantur, haud secus ac nostri hodie libri… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Κριβέλι, Κάρλο — (Carlo Crivelli, Βενετία 1430; – Άσκολι Πιτσένο 1495;). Ιταλός ζωγράφος. Η ζωγραφική του, εμπνευσμένη από τον Αντόνιο Βιβαρίνι, συνδέεται στενά με την τέχνη της Πάντοβα και περισσότερο με τον Αντρέα Σκιαβόνε παρά με τον Αντρέα Μαντένια, όπως… …   Dictionary of Greek

  • Диптих (религия) — У этого термина существуют и другие значения, см. Диптих. Диптих (греч. δίπτυχον  сложенный вдвое)  список имён, поминаемых во время литургии в христианской Церкви. История Первоначально термин обозначал употреблявшиеся греками и… …   Википедия

  • Диптих — Альбрехт Дюрер. Диптих «Адам и Ева» У этого термина существуют и другие значения, см. Диптих (религия). Диптих ( …   Википедия

  • Пентаптих — Диптих (гр. δίπτυχον сложенный вдвое) список имён, поминаемых во время литургии в христианской Церкви. История Первоначально термин обозначал употреблявшиеся греками и римлянами таблички для записи (записные книжки), представлявшие собой две… …   Википедия

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • Βεκιέτα — (Vecchietta, Καστιλιόνε ντ’ Όρτσια, Σιένα 1412; – Σιένα 1480). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου και γλύπτη Λορέντζο ντι Πιέτρο (Lorenzo di Pietro). Μαθήτευσε στη Σιένα κοντά στον Σασέτα, αλλά επηρεάστηκε και από τους φλωρεντινούς… …   Dictionary of Greek

  • Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”